Η αντικατάσταση των λιπαντικών ενός κινητήρα σχετίζεται και με τα διανυθέντα χιλιόμετρα, αραιώνοντας τις αλλαγές αν και εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν.
Είναι γνωστόν ότι η εύρυθμη λειτουργία ενός κινητήρα και σε μεγάλο βαθμό η μακροζωία του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη σωστή συντήρησή του.
Μιλώντας, λοιπόν, για συντήρηση ενός κινητήρα, το πρώτο που θα πρέπει να μας περνά από το μυαλό είναι η τακτική -εντός των προδιαγραφών του κατασκευαστή- αντικατάσταση των λιπαντικών.
Το ερώτημα που προκύπτει συχνότερα από ποτέ είναι αν απαιτείται η αλλαγή των λαδιών σε εκείνη την περίπτωση που το αυτοκίνητα δεν έχει «γράψει» χιλιόμετρα.
Η απάντηση τις περισσότερες φορές έρχεται από τον ίδιο τον κατασκευαστή του αυτοκινήτου, ο οποίος ορίζει όχι μόνο το χιλιομετρικό όριο των λιπαντικών αλλά και το χρονικό.
Συνήθως το χρονικό όριο είναι το ένα ή τα δύο έτη, κι αυτό γιατί ακόμα και στην περίπτωση που ένα αυτοκίνητο παραμείνει ακινητοποιημένο για μεγάλο χρονικό διάστημα, το λιπαντικό του κινητήρα «γερνά» με αποτέλεσμα να αρχίσει να χάνει τις ιδιότητές του.
Αυτό συμβαίνει γιατί το λιπαντικό συγκρατεί όχι μόνον τους ρύπους που παράγει ο κινητήρας αλλά και υγρασία, ενώ με του πέρασμα του χρόνου παρουσιάζεται και μια μορφή οξείδωσης.
Ακόμα και στην περίπτωση, λοιπόν, που ένα αυτοκίνητο διανύσει μόλις 1.000 χιλιόμετρα σε ένα έτος, η αντίστροφη μέτρηση για τα λιπαντικά του κινητήρα έχει ήδη ξεκινήσει και δεν θα πρέπει να αμελήσουμε την αντικατάστασή τους.
Τη μοναδική εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελούν εκείνα τα οχήματα που έχουν τη δυνατότητα να αξιολογούν τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα του λιπαντικού, ενημερώνοντας τον οδηγό πότε οφείλει να προχωρήσει στην αντικατάστασή τους.